- κατοίκτισις
- κατοίκτισις, -ίσεως, ἡ (Α) [κατοικτίζω]οίκτος, ευσπλαγχνία, συμπόνοια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατοικτίσει — κατοίκτισις compassion fem nom/voc/acc dual (attic epic) κατοικτίσεϊ , κατοίκτισις compassion fem dat sg (epic) κατοίκτισις compassion fem dat sg (attic ionic) κατοικτίζω bewail oneself aor subj act 3rd sg (epic) κατοικτίζω bewail oneself fut ind … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοίκτισιν — κατοίκτισις compassion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοικτίσεως — κατοικτίσεω̆ς , κατοίκτισις compassion fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)